Συνέντευξη: Η Kitty Crowther στο Κ της Καθημερινής
Έμπνευση, Συνεντεύξεις | 27.06.2019
Φαντασία και πραγματικότητα
Ο Μπο ζει στη φωλιά μιας κουκουβάγιας. Το πρόβλημά του είναι ότι τα βράδια δεν μπορεί να κοιμηθεί, οπότε κάνει βόλτες στο δάσος. Όταν φτάνει στις όχθες της λίμνης, συναντάει τον φίλο του τον Ότο, έναν κάστορα, ο οποίος του προτείνει να κολυμπήσει. Ο Μπο διαμαρτύρεται ότι θα παγώσει. Ο Ότο τον συμβουλεύει να μη βγάλει το παλτό του. Ο Μπο πείθεται και βουτάει. Στον βυθό βρίσκει πέτρες με σκαλισμένα ποιήματα που είχε πετάξει ο Ότο στο νερό. Είναι μια ιστορία με νόημα και χωρίς νόημα, κωμική αλλά με μια γλυκόπικρη επίγευση. Μία από τις συναρπαστικές περιπέτειες της Βελγίδας εικονογράφου και συγγραφέα παιδικών βιβλίων Κίτι Κρόουθερ, που βρέθηκε πριν από λίγες ημέρες στην Αθήνα ως καλεσμένη των εκδόσεων Μάρτης και είπε στο «Κ» μια μεγάλη αλήθεια: «Όσο περισσότερη φαντασία προσθέτεις σε μια ιστορία, τόσο πιο κοντά έρχεται στην πραγματικότητα».
Η πρώτη της εντύπωση από την ελληνική πρωτεύουσα, λέει, ήταν ότι πρόκειται για μια πόλη με πολύ πράσινο. Της εξηγώ ότι οι Αθηναίοι συνήθως διαμαρτυρόμαστε για το αντίθετο. Επιμένει, όμως, λέγοντας ότι οι δρόμοι της πόλης είναι γεμάτοι δέντρα. Δεν έχει άδικο, αλλά σε κάθε περίπτωση η Κίτι Κρόουθερ είναι μια γυναίκα πολύ ιδιαίτερη: «Όταν βλέπω δέντρα, τα σκέφτομαι σαν να ήταν άνθρωποι. Φαντάζομαι πώς επικοινωνούν μεταξύ τους και αναρωτιέμαι τι μπορεί να νιώθουν».
© Ulf Andersen/Getty Images / Ideal Image
Σαν να κλέβεις χρόνο
Η Κίτι Κρόουθερ γεννήθηκε με προβλήματα ακοής και πέρασε την παιδική της ηλικία κάνοντας λογοθεραπεία για να μπορέσει να μιλήσει, και όλα αυτά μεγαλώνοντας στο γαλλόφωνο περιβάλλον των Βρυξελλών, με πατέρα Βρετανό και μητέρα Σουηδή. Για τη γλωσσική της ανάπτυξη καθοριστικό ρόλο έπαιξαν τα βράδια. «Η γιαγιά μου καθόταν υπομονετικά δίπλα μου και μου διάβαζε παραμύθια. Τη θυμάμαι σαν να ήταν χθες, με τη βαθιά της φωνή που διαπερνούσε τα κόκαλά μου», λέει. «Όταν είσαι παιδί και πέφτει η νύχτα, θέλεις να περνάς περισσότερο χρόνο με τους ανθρώπους που αγαπάς, και αυτό εγώ το πετύχαινα μέσα από τα βιβλία. Ένιωθα σαν να έκλεβα χρόνο». Σήμερα υπάρχουν χιλιάδες παιδιά που «κλέβουν χρόνο» χάρη στα δικά της βιβλία. Μάλιστα, το 2010 κέρδισε το βραβείο Astrid Lindgren, τη σημαντικότερη διάκριση στον χώρο της παιδικής λογοτεχνίας.
Τη ρωτάω για τις επιρροές της. Μου αναφέρει το όνομα της Μπεατρίξ Πότερ και αρκετούς ακόμα εικονογράφους, την ελληνική μυθολογία, θρύλους και παραδόσεις, επιστημονικά βιβλία, ποίηση, την καθημερινή ζωή. Στις δικές της ιστορίες βρίσκει κανείς το στοιχείο του απρόοπτου και του παράλογου, χιούμορ, έναν ρομαντισμό αλλά και κάτι σκληρό. Ο στόχος της πάντα είναι να μοιραστεί μια ιστορία και όχι, όπως λέει, να περάσει κάποιο μήνυμα. Ακόμα και σε ένα βιβλίο όπως το «Ο φίλος μου ο Τζιμ» (που είναι μια ιστορία η οποία διδάσκει υποδειγματικά στα παιδιά την έννοια της διαφορετικότητας μέσα από τη σχέση ενός γλάρου και ενός κότσυφα – φωτογραφία αριστερά), ο διδακτικός χαρακτήρας προέκυψε τυχαία: «Απλώς είχα δει κάτι πουλιά σε ένα κλαδί και τα σκέφτηκα να συζητούν, με τη στάση του σώματός τους να παραπέμπει σε ανθρώπους». ■
Φαντασία και πραγματικότητα
Ο Μπο ζει στη φωλιά μιας κουκουβάγιας. Το πρόβλημά του είναι ότι τα βράδια δεν μπορεί να κοιμηθεί, οπότε κάνει βόλτες στο δάσος. Όταν φτάνει στις όχθες της λίμνης, συναντάει τον φίλο του τον Ότο, έναν κάστορα, ο οποίος του προτείνει να κολυμπήσει. Ο Μπο διαμαρτύρεται ότι θα παγώσει. Ο Ότο τον συμβουλεύει να μη βγάλει το παλτό του. Ο Μπο πείθεται και βουτάει. Στον βυθό βρίσκει πέτρες με σκαλισμένα ποιήματα που είχε πετάξει ο Ότο στο νερό. Είναι μια ιστορία με νόημα και χωρίς νόημα, κωμική αλλά με μια γλυκόπικρη επίγευση. Μία από τις συναρπαστικές περιπέτειες της Βελγίδας εικονογράφου και συγγραφέα παιδικών βιβλίων Κίτι Κρόουθερ, που βρέθηκε πριν από λίγες ημέρες στην Αθήνα ως καλεσμένη των εκδόσεων Μάρτης και είπε στο «Κ» μια μεγάλη αλήθεια: «Όσο περισσότερη φαντασία προσθέτεις σε μια ιστορία, τόσο πιο κοντά έρχεται στην πραγματικότητα».
Η πρώτη της εντύπωση από την ελληνική πρωτεύουσα, λέει, ήταν ότι πρόκειται για μια πόλη με πολύ πράσινο. Της εξηγώ ότι οι Αθηναίοι συνήθως διαμαρτυρόμαστε για το αντίθετο. Επιμένει, όμως, λέγοντας ότι οι δρόμοι της πόλης είναι γεμάτοι δέντρα. Δεν έχει άδικο, αλλά σε κάθε περίπτωση η Κίτι Κρόουθερ είναι μια γυναίκα πολύ ιδιαίτερη: «Όταν βλέπω δέντρα, τα σκέφτομαι σαν να ήταν άνθρωποι. Φαντάζομαι πώς επικοινωνούν μεταξύ τους και αναρωτιέμαι τι μπορεί να νιώθουν».
© Ulf Andersen/Getty Images / Ideal Image
Σαν να κλέβεις χρόνο
Η Κίτι Κρόουθερ γεννήθηκε με προβλήματα ακοής και πέρασε την παιδική της ηλικία κάνοντας λογοθεραπεία για να μπορέσει να μιλήσει, και όλα αυτά μεγαλώνοντας στο γαλλόφωνο περιβάλλον των Βρυξελλών, με πατέρα Βρετανό και μητέρα Σουηδή. Για τη γλωσσική της ανάπτυξη καθοριστικό ρόλο έπαιξαν τα βράδια. «Η γιαγιά μου καθόταν υπομονετικά δίπλα μου και μου διάβαζε παραμύθια. Τη θυμάμαι σαν να ήταν χθες, με τη βαθιά της φωνή που διαπερνούσε τα κόκαλά μου», λέει. «Όταν είσαι παιδί και πέφτει η νύχτα, θέλεις να περνάς περισσότερο χρόνο με τους ανθρώπους που αγαπάς, και αυτό εγώ το πετύχαινα μέσα από τα βιβλία. Ένιωθα σαν να έκλεβα χρόνο». Σήμερα υπάρχουν χιλιάδες παιδιά που «κλέβουν χρόνο» χάρη στα δικά της βιβλία. Μάλιστα, το 2010 κέρδισε το βραβείο Astrid Lindgren, τη σημαντικότερη διάκριση στον χώρο της παιδικής λογοτεχνίας.
Τη ρωτάω για τις επιρροές της. Μου αναφέρει το όνομα της Μπεατρίξ Πότερ και αρκετούς ακόμα εικονογράφους, την ελληνική μυθολογία, θρύλους και παραδόσεις, επιστημονικά βιβλία, ποίηση, την καθημερινή ζωή. Στις δικές της ιστορίες βρίσκει κανείς το στοιχείο του απρόοπτου και του παράλογου, χιούμορ, έναν ρομαντισμό αλλά και κάτι σκληρό. Ο στόχος της πάντα είναι να μοιραστεί μια ιστορία και όχι, όπως λέει, να περάσει κάποιο μήνυμα. Ακόμα και σε ένα βιβλίο όπως το «Ο φίλος μου ο Τζιμ» (που είναι μια ιστορία η οποία διδάσκει υποδειγματικά στα παιδιά την έννοια της διαφορετικότητας μέσα από τη σχέση ενός γλάρου και ενός κότσυφα – φωτογραφία αριστερά), ο διδακτικός χαρακτήρας προέκυψε τυχαία: «Απλώς είχα δει κάτι πουλιά σε ένα κλαδί και τα σκέφτηκα να συζητούν, με τη στάση του σώματός τους να παραπέμπει σε ανθρώπους». ■